- αναδιπλασιασμός
- (Γραμμ.).Η επανάληψη στην αρχή των ονοματικών και κυρίως των ρηματικών θεμάτων ενός ή περισσότερων φθόγγων ή ακόμη και ολόκληρης συλλαβής για να τονιστεί η έννοια της λέξης ή για να φανεί η διάρκεια και το τετελεσμένο της πράξης που σημαίνεται με αυτή.
Το φαινόμενο του α. παρουσιάζεται σχεδόν σε όλες τις γλώσσες που ανήκουν στην κοινή ινδοευρωπαϊκή, και οι κυριότερες μορφές του στην αρχαία ελληνική είναι οι εξής:
1. Η επανάληψη ολόκληρης συλλαβής (βάρ-βαρος).
2. Η επανάληψη του αρχικού φωνήεντος του θέματος (α, ε, ο) μαζί με το επόμενο σύμφωνο, σε διάφορα ονόματα ή σε ρηματικούς τύπους του παρακειμένου (αττικός α.). Στους τύπους αυτούς το αρχικό θεματικό φωνήεν εκτείνεται (ακ-ήκοα).
3. Η επανάληψη του αρχικού συμφώνου του θέματος μαζί με το φωνήεν ει (η δεύτερη περίπτωση συνιστά το φαινόμενο του ενεστωτικού α.), που συμβαίνει συνήθως σε ρηματικούς τύπους παρακείμενου, υπερσυντέλικου και τετελεσμένου μέλλοντα (τέθνηκα). Εφόσον το αρχικό φωνήεν είναι δασύ, μετά τον α. παθαίνει ανομοίωση και τρέπεται στο αντίστοιχο ψιλό. Ο α. άρχισε να εξαφανίζεται στους ελληνιστικούς χρόνους εξαιτίας του περιορισμού των παλαιών μονολεκτικών ρηματικών τύπων του τετελεσμένου μέλλοντα και του υπερσυντέλικου και αργότερα του παρακείμενου. Σήμερα οι λέξεις της δημοτικής με α. είναιελάχιστες.
* * *ο (Α ἀναδιπλασιασμός) [ἀναδιπλασιάζω]1. ο εκ νέου διπλασιασμός ή απλώς διπλασιασμός, η επανάληψη2. (ή διπλασιασμός ή αναδίπλωση) η επανάληψη ενός ή και περισσοτέρων αρχικών φθόγγων τού θέματος μιας λέξης ή ακόμη και ολόκληρης συλλαβής.
Dictionary of Greek. 2013.